- φύτρωμα
- το, -ατοςη βλάστηση, η ανάπτυξη του φυτικού εμβρύου που βρίσκεται στο σπέρμα, σε τέλειο φυτό, η πρώτη βλάστηση του σπέρματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φύτρωμα — το, Ν [φυτρώνω] η ενέργεια τού φυτρώνω, η ανάπτυξη τού φυτικού εμβρύου που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα σε τέλειο φυτό … Dictionary of Greek
παδίνα — Φαιοφύκος (παδίνα η ταώνειος) της τάξης των κυκλοσποριδών, που συναντάται σε μεγάλες ποσότητες στα αβαθή ύδατα των παραλίων όλων σχεδόν των θαλασσών, όπου σχηματίζει όμορφες πυκνές αποικίες. Ο θαλός τους, που θυμίζει βεντάλια, χωρίζεται σε πλήθος … Dictionary of Greek
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
γενείασις — γενείασις, η (Α) [γενειάζω] το φύτρωμα και η ανάπτυξη τών γενειών … Dictionary of Greek
διαβλάστηση — η (AM διαβλάστησις) το φύτρωμα και ανάπτυξη βλαστών … Dictionary of Greek
εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… … Dictionary of Greek
ξεφύτρωμα — το [ξεφυτρώνω] 1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου 2. απροσδόκητη εμφάνιση … Dictionary of Greek